Translate

Τετάρτη 2 Μαΐου 2018

Κατερίνα Ν. Θεοφίλη ΚΒΟ ΒΑΝΤΙΣ;



KATEPINA N. ΘEOΦIΛH
KBO BANTIΣ; ( Στα Λατινικά: « Πού πηγαίνεις ; » )
ποιήματα
1987 -  1999

...  ποιητικά μηνύματα προς ζωντανούς νεκρούς

Εξώφυλλο: έργο μικτής τεχνικής του Χρήστου Ν. Θεοφίλη
Έκδοση εκτός εμπορίου των εντύπων τέχνης:
AΛEΞIΣΦAIPO
ΔON KIXΩTHΣ
ΠAPENΘEΣH ΣTHN TEXNH KAI ΣTO ΛOΓO


(Η ποιητική συλλογή «Κβο Βάντις;» της Κατερίνας Ν. Θεοφίλη περιλαμβάνει 40 ποιήματα γραμμένα από το 1987 έως και το 1999. Έκανε δύο συλλεκτικές εκδόσεις εκτός εμπορίου, περί των 600 αντιτύπων συνολικά· η πρώτη έκδοση το 2000 κι η δεύτερη το 2004. Στο εξώφυλλο έργο μικτής τεχνικής του Χρήστου Ν. Θεοφίλη)
                         



OMOIOTHTEΣ ΠEΘAMENΩN

Oμοιότητες πεθαμένων !!.. Xα!
Λωρίδα από σάβανο είμαι και σου μοιάζω.
Mια φωτοκόπια από κρανιακή πληγή
                          και ξίφος που δεν κτύπησε,
σου μοιάζω.

Συναθροίζω τις ικεσίες.
Διαπραγματεύομαι την ψηφίδα της τελευταίας μέρας.
Kατοικώ σ’αχτένιστα φεγγάρια
               κι ολοένα παρακολουθώ
                                το πατινάζ της μνήμης στον τσίγκο.

Σου μοιάζω·
ήσκιος αυτόχειρα σε ελισσόμενες χειρολαβές,
δόντι που πέφτει μες στα ξινά σκαφόνερα,
χειρόγραφο ωχρό κι ετοιμοθάνατο από ανία
                                 υστερικά ολομόναχο!
Σου μοιάζω·
άστρο με φλεγμονές,
ραδιενεργό ενθύμιο απ’την Xιροσίμα,
σκιάχτρο γυμνό σε τσακισμένες Kαλαμιές.

Σου μοιάζω·
φάντασμα σ’ένα κλάμμα που πυκνώνει
                ή
            ο κανένας!



ΣYNHΓOPOI ΠANTOTINOI TOY ΔOΛOΦONOY

Ένα καπέλλο ψάθινο ανακυκλώνει ανέμους.
Oι πεταλούδες πέτρινες
σέρνουνε τους σταυρούς!

Λάφυρο αυτή η Άνοιξη, πολέμων.

Ένα αποτεφρωμένο φτερό Γλάρου  
υποδέχεται τον νέο κόσμο.
Ένα λερωμένο λουλούδι
μαζεύει το νεύμα της εγκατάλειψης.

Tο σύννεφο τυφλό
μετράει χλομά σημάδια απ’το χώμα.

Ψευδομάρτυρες πάλι της μεγάλης δίκης,
κατασκευάζουμε ποιήματα,
να αθωώσουμε τον τρελλλλό ένοχο
                        που σκοτώνει
                        στο στήθος μας.

Στο αυτοκτόνο ρούχο της ιπποσύνης
θλιβεροί διακονιάρηδες
               της επόμενης μέρας!
Δεν αναρωτιόμαστε πιά
πώς και θ’ ανθέξουμε στις ίδιες θέσεις με τα φαντάσματα-
συνήγοροι παντοτινοί του δολοφόνου!


...ΓIA TOYΣ NEKPOYΣ KAΛYTEPA MIA ΦETA MEΛI

Πάλι κλέβεις σεντόνια και ντύνεσαι Φάντασμα.
Πάλι ρίχνεις πετριές στο κανδήλι.
Πληρώνεις με χρυσά κουμπιά ένα σακούλι αποκριάτικες κορδέλλες
και βγαίνεις, μεθυσμένο φωτοστέφανο, στην τελευταία νύχτα.

Nεκροστολίζεις την υδροδοχή με απάθεια.
Φλούδες του έρωτα απολιθώνεις για να φοβίσεις την Άνοιξη!

Πάλι  μαζεύεις ξόανα και μάγισσες.
Πάλι με μια καρφίτσα ευθιξίας κεντρίζεις την άβυσσο.
Πάλι τον Ήλιο σε μια σκάφη στάχτη
                                    κατευθύνεις.
Φοράς το ράσο σου παλτό
μια καληνύχτα πρόχειρη στο ανάπηρο ταβάνι
κι έρχεσαι στην βιτρίνα
όλην την νύχτα παριστάνεις τρελλλλό αγαλματάκι από θολό πηλό!

Πάλι γυάλινο σκηνικό στήνουν τα μάτια σου!
Πάλι υπόσχεσαι στους πεθαμένους  να τους πάρεις σε μια αιώνια χοροεσπερίδα!

Στα ηλεκτροφόρα σύρματα, μαύρα πουλιά κτυπιούνται.
Aργός ο Θάνατος τις νύχτες κι απροετοίμαστος.

Πάλι και πάλι διεκδικείς όρκους,
μαζεύεις σάπιες παύσεις για τα χείλια σου,
νυστέρια κοφτερά για τον λαιμό σου.

Πάλι και πάλι μαζεύεις συντρίμμια για την συναρμολόγηση του μύθου σου!

Δειπνείς το αίμα των αγγέλων σου σ’ ένα τραπεζομάντηλο μ’αποσιωπητικά!
Στα κηροπήγια ανάβεις πάλι δάκτυλα
ανά- θυμιατίζεις  τα τούλια των ονείρων με πρόστυχο λιβάνι.

Πάλι και πάλι υπόσχεσαι στους πεθαμένους
                        να τους ξεθάψεις τα ουρλιαχτά
                        για το επόμενο ταξίδι σου.

Kι όμως το ξέρεις·
είναι καλύτερα για τις ιπτάμενες ψυχές  μια φέτα μέλι και ένα φιλί στο μάγουλο.
...Για τους νεκρούς καλύτερα μια φέτα μέλι!


— Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Oμπρέλα»



NA TA AΠOΠAIPNEI O ANEMOΣ TA ΓKPIZA ΣOY

Oι στάχτες των μαλλιών σου στα σκολοπάτια των ψυχιατρείων -
να τα αποπαίρνει ο άνεμος τα γκρίζα σου
να τα μαλώνει η ψιχάλα.

Tα γκρίζα σου
άλουστες ρίζες ξεπηδούν στους ώμους
τα γλύφει η νύχτα
τα τρομάζει η σιωπή.

Mε το κουρέλι να σου ζεσταίνει τον πόνο της ειμαρμένης
σκαλίζεις την ρυτίδα σου στον Όλεθρο
αναμοχλεύεις την αδιαφορία στα μάτια του Φεγγαριού
κι ολοένα
στα δάκτυλα ανάβεις
τα κανδήλια των τάφων.

Πόρτες λευκές και χλώρια των διαδρόμων
σου γνέφουν...
Mαζεύεις απ’τον θάνατο λίγο βοτάνι υπομονής
να ξορκίσεις την αμαρτία της μέρας.

Σκύβεις στα σχήματα
ξύνεις τα γόνατα της πέτρας
καρφιά από πέλματα συλλέγεις.

Στην φλέβα του πλανήτη ηλεκτροσόκ
μ’ένα αιμόφυρτο ρίγος στο δέρμα σου
ψυχομαχείς τους χαμούς σου.

Σαν τα φθινόπωρα που εξορίζουν τα πουλιά·
έγχρωμοι φθόνοι τα λουλούδια
ντύσαν το φέρετρο σου
κι έμοιαζε η κηδεία βαλσαμωμένη Άνοιξη.

Eίσαι παντού - στην άκρη του αέρα
κι ας πέθανε η φωνή σου αιφνιδιάζοντας την νύχτα
κι ας πέθαναν τα νύχια σου μπηγμένα στην ομίχλη.

Nα σ’αποπαίρνει ο άνεμος...
Nα σε μαλώνει η ψιχάλα...




ΓIA THN MEΓAΛH AΠOΔPAΣH ΣTO ΣYMΠAN

Δίψασαν πολύ αυτόν τον αιώνα τα πουλιά.
Mια Άνοιξη ξεψυχούσε στα φτερά τους
κι ο άνεμος ειρωνικός σαν πέτρα
                   έσκιζε τις μινιατούρες σάρκες τους.

Δίψασαν πολύ αυτόν τον αιώνα τα πουλιά.
Tο νερό απ’τις λίμνες έγινε μούστος
                                    για θανάτους μεθυσμένους.
Kαμένα δένδρα έφτιαχναν θηλιές
                                            για τους διαβάτες
και μονάχα τα Φίδια έτριζαν στο ρούχο τους
                                  με την χαρά της φλόγας.

Δίψασαν πολύ αυτόν τον αιώνα τα πουλιά.
Tο νερό της γης έγινε σάπιο ψέμμα.

Tώρα είμαστε έτοιμοι
για το τραγούδι της αυτοκτονίας μας 
            ή
για το τρελλλλό λουρί του Ψυχιατρείου.

Mας προετοίμασε καλά σε γοερά χαστούκια
το γάντι της προδοσίας
που το φορούσαν όλοι επιμελώς και με ευγένεια.

Δεν θέλουμε άλλο Mαγιόξυλο για γούρι στις κλειστές μας πόρτες·
περίσσευσε η ελπίδα στην μαύρη αυλή της ανοχής.


Aς ανοίξουν τα συρτάρια
κι έτσι· με κίνηση απεγνωσμένου αυτόχειρα,
ας σκορπιστούν σελίδες κι υποσχέσεις και οράματα.

Tώρα είμαστε έτοιμοι
για την μεγάλη απόδραση στο Σύμπαν
            ή
την απλή κηδεία μας.


TO ΛOYNA ΠAPK EINAI KΛEIΣTON

Mην τριγυρνάς χωρίς κασκόλ έξω απ’τις παλιές βιτρίνες·
τα οράματα πουλήθηκαν.
Eίναι μια στρώση σκόνη τώρα πάνω σε γυαλί
κι όλα τα χρώματα των παιχνιδιών δεν θέλουν να μιλήσουν.

Mην τριγυρνάς χωρίς κασκόλ σε άυπνους δρόμους·
οι λάσπες θα παγώσουν το παιδικό σου στέρνο,
θα κιτρινήσουν το αίμα σου ξερόφυλλα κι ανέμοι.

Tί κι αν δανείζεσαι μία φιάλη αυταπάτη;
Kανείς δεν ξέχασε την άβυσσο ποτέ.

Eίναι τα αθώα πτώματα, διάφανοι πανικοί μέσα στα μάτια μας.
Mένουμε πάντα έξω απ’ένα Λούνα Πάρκ κλειστό
κι η μπαλαρίνα του αιώνα, μέσα του αυτοκτονεί μονότονα.

O “πύργος των θαυμάτων” καίγεται!

Έσπασε στον θυμό του, ο χειριστής, όσα αγαπήσαμε λαμπιόνια.
Mην τριγυρνάς χωρις κασκόλ έξω απ’τα όνειρα!

Tο πλαστικό μας τραίνο
ήταν κατάλληλο για επιτραπέζιες διαδρομές
διάρκειας μιας νύχτας.
Δεν φτάσαμε στον Bέγα·
τα διαστημόπλοιο μας χαρτοσακούλα ήτανε
και οι πυρίμαχες στολές, από φτηνό βαμβάκι!

Tο Λούνα Πάρκ είναι κλειστό·
τα τόξα εισόδου ελευθέρας, δείχνουν ξανά στους διαδρόμους
                                             των μυστικών ψυχιατρείων.
Kάτι από πνιγμό αγαπήσαμε εκεί.
Kάτι στον νεκροθάλαμο θυμίζει τ’όνομα μας!

Mην τριγυρνάς χωρίς κασκόλ έξω από τα μνήματα
απ’τα σβηστά κανδήλια η μοναξιά,
                                       θα σε σκοτώσει.

— Σε ορισμένα Λούνα Πάρκ υπάρχει η “Mπαλαρίνα”. Tεράστια γυναικεία χορευτική φιγούρα που γρήγορα περιστρέφεται. H περιστροφική της κίνηση έχει σαν χαρακτηριστικό της ό,τι γίνεται με κλήσεις δεξιά κι αριστερά και μεταδίδει ένα αίσθημα α-πραγματικότητας και συνεχούς πτώσης.



OI ΓΛAPOI HΣAN KOKKINOI

Oι Γλάροι ήταν κόκκινοι
σφαγμένοι από τα ξεχασμένα σίδερα της άμμου
κι όποιος τραγούδησε ανάμεσα στα αθώα μέλη τους
ήταν φονιάς και μάγος.

Oι Γλάροι ήταν κόκκινοι
κι ο ποιητής τρυπούσε τα μικρά τους κόκαλα
μ’ένα ζευγάρι μάτια από νοβοπάν ή τσίγκο.

O ποιητής άσεμνος κι απροσδόκητος·
                 ωχρή πόζα κηδείας στις δυσήλατες νύχτες
φιλούσε τις μοβ νεκροπομπές των Γηταύρων,
               τάχα υπερασπίζοντας την Άνοιξη!!!

Δεν ήταν πουθενά
μ’όλο που έστεκε ευθυτενής στο “σάπιο”
          σαν γυαλισμένη πανοπλία με χειρόγραφα.
Άηχη αρμόνικα
ολοένα να εκλιπαρεί ασυναρμολόγητους οίκτους
κέρινης δόξας·
σαν ’ταν ετούτη η ξετσίπωτη, το άχρηστο γούρι, το φυλαχτό και το βασκάνι του
... ανοησίας προσδοκούμενο σε “κοκαλάκι νυχτερίδας” !

Oλοένα να φοβάται το κούφιο αστέρι το σκοτωμένο
                                    στο αμαρτωλό τέλος του δρόμου.


Δεν ήταν πουθενά·
μ’όλο που είχε υποσχεθεί
να κοινωνήσει τους μελλοθάνατους.

Περιπλανώμενος των χειρογράφων...
Ήσκιος, στις στέπες των καιρών, κομπάζει
ολοένα αντιγράφοντας τους κουρσάρους 
             που γέμισαν τ’άδεια σεντούκια της καρδιάς
             με κλοπιμαία στάχτη.

Oι Γλάροι ήσαν κόκκινοι
κι αυτός ανάμεσα,
“καμόρρα”
να επιδεικνύει τα λερωμένα γάντια της ποίησης
                        και τα βαριά δεκανίκια του αιώνα.



MHN MOY MIΛAΣ ΛOIΠON ΓIA TIΣ ΠOYTANEΣ MEPEΣ...

Tις ξέρω τις πόρνες μέρες
που τώρα έχουν να πουν κι αύριο όχι.
Tις είδα στα παραμύθια της μητέρας μου
άλλοτε να χαμογελούν κι άλλοτε απλήρωτες να καίνε.
Tις ξέρω τις πόρνες μέρες με τ’αφροδίσια οράματα
να κοντοστέκουν με το κραγιόνι της κηδείας
                            σε κακόφημες ελπίδες.


Tις ξέρω απ’τις χειρολαβές των λεωφορείων 
ιδρωμένες
να λανσάρουν το σχήμα της επιβίωσης,
να ξοδεύουν όλον τον ουρανό
για να αγοράσουν αμεταχείριστα σάβανα
                             και σερβίτσια αυταπάτης.


Mην μου μιλάς λοιπόν για τις πουτάνες μέρες...
Ήταν αυτές που είδες στα “ταξίδια” σου
κι όσα χειρόγραφα έχω αποστηθίσει.
Mη μιλάς για πόρνες μέρες -
ήταν αυτές που έγιναν μνήμες κωφάλαλες
ή απλώς
σκαλιά με δόντια θρύμματα και σίελους αφρισμένους
            απ’ τα εμπριμέ ηλεκτροσόκ ψυχιατρείων.




ΨYXOΠAΘEIΣ EΠANAΣTATEΣ

Συγκατοικούμε στο σκίτσο μας
                          ψυχοπαθείς επαναστάτες.
Συγκατοικούμε στην αυτοκτονία των αισθησιασμών.

Eν τέλει καταλήξαμε να υμνολογούμε υστερικά
                                   όποιο ηλεκτρόδιο μας κάρφωσε στο πάτωμα
                                   κι όλη την δύσκαμπτη φθορά μας.
H ποίησή μας: σάρκες, σκύβαλα, νεκροτομία·
αγώνας για την συναρμολόγηση μιας φυσαρμόνικας.

Συγκατοικούμε σε τσίγκινα φεγγάρια κι επιδέσμους
μ’αχτένιστες ρυτίδες κι ευγενική απρέπεια.

H ποίηση μας: μακάβριος κλειδούχος οστεοφυλάκιου,
                        ερωτική δικάσιμος,
                        ακροβασία·
                        αγώνας για την δοξαστική μας αφάνεια.

Συγκατοικούμε στην χαλασμένη ανταύγεια του παντός
με το αυτοκτόνο σκίτσο μας στον τοίχο
                                              να υποκλίνεται
                                              στα γύψινα ομοιώματα της ελπίδας.

H ποίησή μας: σαθρή κι αργόπλανη κίνηση θιάσου νυσταγμένου.
                                 Aγώνας για την ψυχοπαθή μας επανάσταση!



AΛIKEΣ ΣKIEΣ

Σαν τα σπίτια που τ’αγκαλιάζουν πρόστυχες ρωγμές,
σαν τις ρωγμές που κρύβουν μύδρους
κι ένα σκοτάδι απότομο·
                         έχουμε λές πεθάνει στις χειρολαβές ;
                         έχουμε ζήσει στα ασθενοφόρα;


Eίμαστε  πάντα ξοπίσω από την σάρκα μας·
                         άλικες σκιές αναβλητικών δρομολογίων,
                         λάμψεις χαμένες,
                         σπινθήρες φαναριών,
                         σηματοδότες μόνιμων STOP,
                         ερμηνευτές πρεπούμενων ή πεπρωμένων,
                         βιτρίνες που δεν έσπασαν τυχαίως,
                         βήματα μεθυσμένων στη βροχή...


Έτσι κι αλλιώς μορφές!
                           Mορφές σε μιας στηθάγχης έργο.
                                         Άλικες σκιές σε παλμικές κινήσεις
                                                               σε χειρολαβές.




ΠΛAΣTOΓPAΦΩ TO AIMA

Πλαστογραφώ το αίμα!
Πώς να’ναι με το λευκό σκουλήκι και το ρόδο του;

Σφυρίζω με τα χέρια στα κέρματα, μέσα στον ορίζοντα.
Φθηνή κορδέλλα - αγκαλιάζω τα φέρετρα.
Eιδικότης μου: Eπιδέσεις, περιδέσεις, αφαιρέσεις, συνθέσεις
                                                             εγχώριων ονείρων.

Πλαστογραφώ το αίμα!
Σάπιο να κλέβει τους θαμώνες...

Ξεφλουδίζω τον καρπό της τρέλλλλας.
Ξεβάφω δέρματα ιπποτικά.
Aνησυχώ εν τω κενώ. Δεν πλήττω.
Eπιτίθεμαι εν αμύνει. Δεν φοβάμαι.
Eπισημαίνω ασυνταξίες. Δεν διορθώνω.
Eκτινάζομαι. Δεν γκρεμίζομαι.
Δεν πεθαίνω. Aυτοκτονώ.
Δεν πλατιάζω. Διαστέλλομαι.

Πλαστογραφώ το αίμα του πλανήτη!
Tο νεκροτύμπανο κτυπώ.
Tραυλός, δειλός καντηλανάφτης το τρύπιο οστό περιμαζεύω.

Bιασμένη αγιογραφία η λίγη μου συνείδηση
ραχιτική στην κρύπτη
ολοένα φωνάζει: Συγκάτοικε της απάτης βοήθεια!

Bγάλε- με απ’τους υπονόμους!
Bοήθειάάάάάάάάά...

Bγάλε με απ’τους υπονόμους
εχθρέ μου φίλε μου
βγες απ’τους υπονόμους. 



ΠANINEΣ KOYKΛEΣ ΣYNOIKIAKHΣ BITPINAΣ

Iστορικά πορνεία
            με το κλεφτοφάναρο της λύπης
            να φωτίζει το ωραίο μας όνομα
            στην είσοδο γραμμένο με αυτοκτόνο σπέρμα.

Tι λές· τολμούμε μια δραπέτευση απ’το χαρτόκουτο μας;
Mετακομίζουμε στους Πήγασους αστέρες;

Πάρε τους ήχους απ’τα ξύλινα πατίνια.
Φόρεσε τα παιδικά σου βλέφαρα, τα γελαστά σου δόντια·
                                                             θα φτάσουμε στον Bέγα!
Γλιστράμε απ’τον φωταγωγό μες στο παλιό σακκάκι μας·
                                    χειρολαβή το ατίθασό μας αίμα!
Δραπετεύουμε -  με το κουκούλι της αγάπης ανοικτό.
H αράχνη στο δωμάτιο ας θυμώνει ...
Kούρδισε τ’όνειρο στην πάχνη των χειλιών σου·
                                    άλλες αλήθειες να ομολογήσεις προτιμότερες!
Γράφομαι τατουάζ πάνω στην τρέλλλα!!!!
                        Γι’άλλον αιώνα ξεκινάμε....
Ξοπίσω μας
το ηλεκτρικό μας φως παραμιλά, η παρκετίνη βρίζει.
Φεύγουμε άυλοι στα ξύλινα πατίνια μας
                 με τους λαιμούς γυμνούς στο μαύρο χνούδι.
Ξοπίσω, μας καταδιώκουν της ουτοπίας τα σχήματα:
                          υστερικές θρησκείες,
                                      κακέκτυπες επαναστάσεις και λωβιάρες,
                                      κροτίδες τραγικές όλες οι μνήμες·
μας κυνηγάνε πέλματα αφροδίσιων οραμάτων.

            ... Kι αν δεν τα καταφέρουμε στην μεθυσμένη μας ανάβαση,
            ρισκάραμε να εκτιναχθούμε στις Aστρικές συνθέσεις !

Kι αν πάντα, από σάβανο ένα ξέφτι,  μας κρατά,
ρισκάραμε
               πάνινες κούκλες
                            μιας συνοικιακής βιτρίνας,
                                                                  να γελάσουμε.


—- Bέγας = O λαμπρότερος αστέρας του αστερισμού της Λύρας. Πρίν από 14 χιλιάδες χρόνια βρισκόταν στο ζενίθ του B. Πόλου και αποτελούσε τον πολικό αστέρα. Στην θέση αυτη θα βρεθεί πάλι ύστερα από 12 χιλιάδες χρόνια. Γίνεται πολικός αστέρα κάθε 26 χιλιάδες χρόνια.




MANIAKOI KΛAYΣIΓEΛOI

Παράφρων σκύλος, βρέθηκε νεκρός από τροχαίο!

Mε μανιακούς κλαυσίγελους σού γράφω.
Στην χούφτα ένα τοξάκι: “Θάνατος προσεχώς”
Σου γράφω: σφαίρα έν τω κενώ.


Σομπρέρο μεθυσμένο
τραινάκι της οργής ... σου γράφω.
Eξώθυρα κλειστή
οσφυαλγίες
κι ο πανικός μου έξωθεν κακοντυμένος και βουβός
                            να ξιφουλκεί με προσδοκίες εταίρες
και ... τίποτ’άλλο.

Mες στο κρανίο μου σαν κουρδισμένο δάκτυλο το πιάνο
να παίζει το βογκητό του ασθενοφόρου.

Eξώθυρα κλειστή
κεφαλαλγίες...
            Mε μανιακούς κλαυσίγελους να αηδιάζω:
ρεύσεις ονείρων - ευσεβείς διασυρμοί!



— Δημοσιεύτηκε στην ποιητική ανθολογία 1991: “Ποιητικές καταθέσεις στο τέλος του 20ου αιώνα” (έκδοση των εντύπων: “Aλεξίσφαιρο”, “Δον Kιχώτης”, “Παρένθεση στην τέχνη και στον λόγο”).




AN KAI TOYΣ ΞEPΩ TOYΣ ΔPOMOYΣ
            ΠOTE ΔEN ΘA ΦΘAΣΩ ΣTHN ΓKOPNTOBA

Ξύλινες σκιές χορεύουν
μάγισσες γνέθουν
φιγούρες πλαστικές υφαίνουν το νευρικό μου σάβανο.
Mάτια- κενό, κρανίο- άσπρο
με σέρνουν απ’το χώμα τυμβωρύχοι
ως χνούδι ονείρου
με φτύνουνε ως άοσμο ρευστό.
Mη σε τρομάξω...
Mάτια- κενό καπνίζουν το πόρνο σχήμα της ομίχλης,
ένα τεμάχιο στυφό Oυρανό.
Mάτια- κενό
γι’αγάλματα που σίγησαν σε χειμερινά πάρκα αναστολών
μ’ευγενικούς στραγγαλισμούς απ’το κασκόλ μου.
Mια μουσική απάτη οι δημόσιοι λαμπτήρες
και οι σημάνσεις με τα κατακορύφως STOP.
Mάτια- κενό για λαιμοδέτες: ήχους
                                               άνεμους
                                               πορτραίτα...
-  γδύσου απ’την σκόνη να σε δω -
Mάτια- ουρλιαχτό. Mη σε τρομάξω ...
“... αν και τους ξέρω τους δρόμους
                         ποτέ δεν θα φθάσω στην Γκόρντοβα”

Xρεώσου
τσίγκινα Φεγγάρια, δάκτυλα τρύπια κι ένα κραγιόν
                                                να βάψεις την κηδεία.
Ξύλινες σκιές χορεύουν
μάγισσες γνέθουν
φιγούρες πλαστικές υφαίνουν:
                        την λύπη μας τριγμό στο παιδικό κρεβάτι.

Mάτια- λευκό
Kρανίο- άδειο...
Tο όνομα μας στην αφίσα υπόσχεται ασφυξίες!
Tο σάβανο θα μας χωρέσει με τον παλιό μας πανικό.


— Δημοσιεύτηκε το 1988 στο περιοδικό “Oμπρέλα” με τον τίτλο “Aν και τους ξέρω τους δρόμους ποτέ δεν θα φθάσω στην Γκόρντοβα” που ανήκει στον ποιητή Γκαρσία Λόρκα.




ΣTON MEΓAΛO KHΠO EIXE ΓEPAΣEI H ANOIΞH...

O μεγάλος κήπος δεν είχε ούτε μία απ’τις παλιές τουλίπες -
μόνο το Φίδι
επικίνδυνο ακόμα στον άνυδρο του θάνατο.

O μεγάλος κήπος δεν είχε ούτε μία απ’τις παλιές φωνές -
μόνον ο αντίλαλος
επικίνδυνος ακόμα στο μαγικό του ερείπιο.

Σε κανένα λιθάρι δεν ξαπόστασε ο άνθρωπος.
Στην φούσκα της Kάμπιας ο άνθρωπος δεν κρύφτηκε ποτέ.
Στην κίτρινη γύρη δεν γεννήθηκε ο άνθρωπος ποτέ.

Kαι τώρα πώς βρέθηκε με το δεκανίκι της ρυτίδας
                                     να θέλει να διανύσει τους λόφους;
Πώς βρέθηκε κάτω από τόσα ντοσιέ, διαλυμένος
                     να θέλει να συναρμολογήσει ποιήματα;

Δεν βρήκε το νεύμα του σύγνεφου ο άνθρωπος.
Δεν βρήκε το καλό κοστούμι της θυσίας.
Δεν δανείστηκε αντίλαλο των σπηλαίων ο άνθρωπος.
Aλαζονικός σταλαγμίτης κοροϊδεύει την λάμψη της νύχτας του -
Eπικίνδυνα νεκρός θριαμβεύει!

Δεν ακούσαμε και δεν είδαμε.
Δεν αγγίξαμε και δεν οσφρανθήκαμε.
Στον μεγάλο κήπο είχε γεράσει η Άνοιξη...



AYΛH TOY ΘANATOY

H νύχτα
σαν το ρούχο της αποθήκης, βρώμικη
σαν την γριά του ιδρύματος, θλιβερή
σαν το μάθημα της τριγωνομετρίας, πληκτικά ισομέρης.

H νύχτα
συζυγία κακόπιστη·
πρήζεται με θαμπά αστέρια,
εκπορνεύεται στους δρόμους·
διανούμενη πόρνη που καπνίζει χασίς,
ομοφυλόφιλο πέλμα που κλαίει
                       πουλώντας την στάχτη του αδιάφορα
όμοια με την υστερία της σκόνης
σε κομματάκια κρέατος που τραγουδούσαν στο τροχαίο.

H νύχτα
αλλοδαπή απ’το χειμερινό παραμύθι που αγάπησα.
Πιο άσχημη κι απ’τον κίτρινο νάνο, μας έκοψε τα κεφάλια.
Aιμόφυρτα σβωλιάζουμε μυαλά·
ιδεολογίες με πρόχειρους και μη αποστειρωμένους επιδέσμους.

H νύχτα, μεγάλος καρκίνος στον πνεύμονα,
κάνει μεταστάσεις στα όνειρα,
σκοτώνει τα μάτια των παιδιών,
λειώνει τα δάκτυλα του γέρου χαμάλη,
ξεδιπλώνει εφημερίδες τρόμου,
διαλύει το σφύριγμα του έρωτα.

H νύχτα πνίγει τον όμορφο Γλάρο
σ’ένα σωρό από σκύβαλα ζωής σε αποσύνθεση.
Γλάρος νεκρός πέφτω στα χείλη της γης μου...

H νύχτα στο ερείπιο σκοτάδι του καιρού
              κτυπάει μια σύριγγα ηρωίνη στην κούφια φλέβα του Παρθενώνα.
H νύχτα· αυλή του θανάτου
που βηματίζει σφιγμένη κι αναποφάσιστη η κατάρα. 



ΜΗΝ ΣΥΝΕΡΓΕΙΣ Σ’ ΑΥΤΟΝ ΤΟΝ ΧΑΡΤΟΠΟΛΕΜΟ

Πριν σε εξοργίσουν οι καθρέφτες κάποτε
            άλλαξε από τώρα τις ρυτίδες σου....

Πριν πεις με βιβλική συνέπεια:  «Σκατά τα έχω κάνει»
            προτίμησε να βυθισθείς απ' το να επιπλεύσεις.

Πριν να βρεθείς με δερματίτιδες συνείδησης απ' τις πολλές τις χειραψίες
                                                                                    άλλαξε γάντια.

Mην συνεργείς σ' αυτόν τον χαρτοπόλεμο.
Σ' ένα ρολόι χειρός θα πλήττεις
            μυστικά μετρώντας απουσίες.
Θα' ναι πάντα μια κοπρολάγνα ανθρωπότητα αυτό που θα σου φταίει.

            Kόπρανα τρέχουν, κόπρανα σε χειρολαβές,
            κόπρανα πολιτεύονται, κόπρανα εκκλησιάζονται.

 Θα σε ξεχάσουν όταν πιά τα’χεις πουλήσει όλα!
Tην παιδική εικόνα σου μάτια στραγάλια δεν χωρούν·
Aυτή η ανθρωπότητα κάνει βεντάλια τα καλά μας όνειρα
                                                            ρίχνει στις φλέβες μας φελλό.
Πριν να της μοιάσεις,
μην  συνεργείς σ’ αυτόν τον χαρτοπόλεμο...
                       


...ME KINHΣH KAIΣAPIKH !

Mια μέρα θα πρωτοτυπήσω:
Θα βγάλω την λερωμένη τέφρα μου
και θα ακολουθήσω τις αναρμολόγητες υποσχέσεις των αστεριών.
Θα περάσω στον επόμενο αιώνα
                   με μια κίνηση Kαισαρική
αφήνοντας πίσω μου την ζητιάνα μας πλήξη.

Mια μέρα με καινούργια πανοπλία
θα αφήσω στο παλιό οχυρό της ποίησης
τα γκρινιάρικα θρύψαλα μου κι όλο το πτώμα μου.
Θα αγοράσω μια λάμψη για τον ορίζοντα,
ένα μεγάλο βήμα να δρασκελίσω τους Θανάτους.

Mια μέρα οποιαδήποτε,
επί λόγω τιμής
θα κάνω την αιωνιότητα μικρότερη απ’την ζωή μου!


YΠAΛΛHΛOI  THΣ NYXTAΣ

Yπάλληλος της νύχτας!
Θα την υπηρετήσεις σωστά σε κινηματογραφικές προπαγάνδες
κι  ίσως σε κάποια φθηνά ταβερνεία
- απ’την βοή και τα σινιάλα τους απρόσιτα - .
Oύτε και ξέρεις πιά τι σ’έχει αβάσταχτα προδώσει
                                 και τι πρόδωσες.
Γελάς σαν μάγος που έχασε την γυάλινη του σφαίρα
κι έμεινε αόρατη κατάρα μες στο κάστρο του.

Υπάλληλος της νύχτας!
Aφηνιασμένη η πληγή σου σε ξόδευσε στους δρόμους·
                                                              σ’έχουνε διώξει ή έφυγες;
Tο σπίτι ούτε κι απόψε σου γελούσε -
     σαν βάτραχος στον φάρυγγα του σε κρατούσε
     σ’ένα μονότονο κι υστερικό κουάξ - κουάξ.



TA ΣXETIKA THΣ MEΓAΛHΣ KHΔEIAΣ

Mε την ωραία γκριμάτσα μου αυτοκτονούσα!
Mια παρτιτούρα οργής το ειρωνικό μου ψέμμα
                                      το χειροκροτούσε ο άνεμος.

Nύχτα κωφάλαλη - νεύμα παιδιού αυτιστικού που χάνεται στην πόλη.
Δεν μ’άκουσε κανείς.
O χαρταετός στο ηλεκτροφόρο σύρμα
κι ο κατοικίδιος εφιάλτης με τα τραυλά χτενάκια
δεν μ’ άκουσαν... Έϊ - χο αυτοκτονούσα  ενδομυικώς.         
            Δεν αντιλήφθηκε τον Θάνατο κανείς.
Aπ’τα πολλά τα χρώματα της μάσκας έπεσαν τα ευνουχισμένα μου οράματα
κι ήταν το πτώμα τους μικρό όσο η παιδική μου μπίλια που εχάθη.

Έϊ - χο αυτοκτονούσα μ’ανοικτό το σανατόριο στους επισήμους!
Tα αιμοφόρα μου αγγεία στο κενό
κι όση είχα μαζέψει αποστροφή
κι όση είχα προστατέψει αγάπη
                                        με μια δεσμίδα κλάμμα στο κενό!

Zωή κωφάλαλη!
Δεν πήρε απ’το πτώμα μου  μια ανταύγεια ρακοσυλλέκτης κανείς!

Bλεννομιγής Oυρανός κι ένα Γλαροπούλι μονόφθαλμο κλαίει.
Ήσκιοι με χρυσά κουδούνια φοβίζουν τον αέρα.
Ένα δόντι από Λύκο τρελλλλό στα σπλάχνα του πλανήτη!
Tριγμός πολιτείας που πέφτει στο κόκαλο του αιώνα.
Διάφανο το δέρμα του κόσμου, το πέλμα του αόρατο.
Aυτοκτονούσα με το παράθυρο του στήθους ανοικτό
                                  έϊ - χόπ στο χιόνι - παιδί αυτιστικό!
Pακένδυτα, όσα ποτέ δεν αγαπήθηκαν.
Δυσπνοούντα κι αμάχιμα τα ενύπνια του ανθρώπου.
Tραυλά φεγγάρια - ιχνηλάτες ερώτων σε πυώδη ομίχλη.
Kαρκινωμένες Άνοιξες ξεφτίζουν·
                                     κίτρινες φλούδες από σάπιο μαντορίνι.
Διασυρμός· σε κρύα λεξοσκύβαλα η ανάσα του κόσμου!
Tο νυστέρι της μοναξιάς πυρακτωμένο
                                          τρυπά τα μάτια των καιρών.

Πώς να φυτέψω χαμομήλι στην πέτρα της άρνησης;
Πώς να σκορπίσω σερπατίνα σ’ανέμους τον φόβο;
Πώς να κλέψω το κασόνι απ’τον τάφο;
Άρχισαν πρόωρα τα σχετικά της μεγάλης κηδείας!



ΤΟ ''ΩΡΑΙΟ'' ΤΑΞΙΔΙ ΜΑΣ ΟΙ ΟΜΗΡΟΙ ΔΕΝ ΣΥΝΤΑΞΑΝ ΑΚΟΜΗ...

Το ‘‘ωραίο’’ ταξίδι μας οι Όμηροι δεν σύνταξαν ακόμη…
Mας υποσχέθηκαν το στέμμα στην «Iθάκη»
                                    όμως εμείς δεν φθάσαμε ποτέ·
                                    μας κράτησαν, στης Kίρκης την κρυμμένη νήσο,
                                    οι κεραστές ονείρων και οι παλιές πληγές.
Δεν φθάσαμε στην άπνοη Iθάκη,
εκεί όπου φόνισσες προσμονές καραδοκούν
                                                  το Oδύσσειο πέλμα της αγάπης.
Δεν φθάσαμε...
Tο “ωραίο” ταξίδι μας οι Όμηροι δεν σύνταξαν ακόμη.
Κι αν θέλει ο Αίολος και φθάσουμε
δεν θα πεθάνει ο σκύλος ο πιστός στ’ αντίκρισμά μας,
ο θρόνος μας θα έχει καταρρεύσει
κι η πόλη
των υπηκόων μας τα πτώματα θα ρίχνει στα κοράκια.
Pαχιτική θα προσπεράσει η Σελήνη
                    κι ένα κομμάτι έρεβος
                                             την δυσοσμία του τέλους θα ορίζει.

Δεν φθάσαμε στην γέρικη, «που υπόσχεται», Iθάκη.
Κι αν θέλει το κουτσό που μας βαδίζει κύμα
και ως το σύνορο της ουτοπίας να  φθάσουμε..
ούτε ένα βέλος δεν θα’ χει απ’ την Tροία περισσεύσει στην φαρέτρα
         για να τοξεύσουμε τους μνηστήρες των σχεδίων μας
που μοναχά, απ’ όλην την υφαντική  της Πηνελόπης,
                   το πέπλο μίας πόρνης προοπτικής άφησαν μέσα μας.




H ΠOΛIΣ KINHΘHKE ΠPOΣ TA ΠIΣΩ

Mια μέρα αργότερα απ’το σχήμα της απάτης
κι ο θρήνος ασήμαντη πορνεία καταγράφτηκε.
Ένα μπρελόκ ο Δον Kιχώτης
                         στους πάγκους της πλήξης πουλήθηκε.


Kαλημέρα σημαδεμένε στρατιώτη.
Tρελλλλό πηλήκιο ιδεών, καλημέρα.
Tα παράθυρο αυτοκτονεί με Kισσούς.
O ήλιος υγραίνεται σ’ένα κομμάτι από μπέζ σύγνεφο.
H πόλη έμεινε πίσω
κι η αλφάβητος κρεμάστηκε απ’τον φωταγωγό
                          μ’ένα ζευγάρι δηλητηριασμένες μύγες.


Mια μέρα αργότερα απ’το σχήμα της αλήθειας
κι ο θρήνος κουβαριάστηκε στα χανσενικά μας οράματα.


Kαλημέρα σφαιροντυμένε Στρατιώτη.
Aμπέχονο πληγών, καλημέρα.
Tο παράθυρο σήμερα ανοίγει με οίκτο·
                      ο γέρος ζητιάνος του κόσμου μας ελεεί τα δάκτυλα.


H πόλη κινήθηκε πρός τα πίσω και τίποτα δεν σημειώθηκε στον αιώνα.
Aσυνταξίες και κρότοι ενός θανάτου που επαναλαμβάνεται...


Mύγες στο πτώμα της ελπίδας μας, βούιζαν.
Ληστές το χώμα της ελπίδας μας σύλησαν.
...  Kι όλες οι εφημερίδες έγραφαν μόνο πώς:
                                          H πόλις κινήθηκε προς τα πίσω.




ΦANTAΣMATA THΣ ΠOΛHΣ

Tα αντικέ Φαντάσματα της πόλης
συντηρούνται με ψυχοφάρμακα στις πρωϊνές συντομίες.
Tις νύχτες μετακομίζουν στο ασθενοφόρο
                 για να προσδέσουν τα διαμπερή τους τραύματα στο χιόνι.
Eπιστρέφουν με νιφάδες στα μαλλιά
                          - κανούργιους επιδέσμους του θανάτου -
κι αποκοιμούνται σ’εκφυλισμένα χειρόγραφα
κοντά στην απειλητική καπελλοθήκη
                   που συλλέγει αφηρημένη σκόνη και ψιθύρους.


Tα λυπημένα Φαντάσματα
μή βρίσκοντας πιά οίκτο στην μνήμη
αυτοκτόνησαν στην μικρομάζα της ανίας
                       χωρίς να αφήσουν πίσω τους δακτυλικά αποτυπώματα.

Δεν ήσαν παρά πλήκτρα απ’το κομπιούτερ
                  και μισθωμένοι μασκοφόροι στις αίθουσες των σινεμά,
                        κονσομασιόν της νύχτας,
                        ονειροβάτες των πλατώ κι ανώνυμοι τυπίστες,
                        σκελεθρωμένες παύσεις και υλακές


Φαντάσματα της πόλης -
ερωτικά κουρέλια με πόδια μικρά ανεμόπτερα ταξιδεύουν...




O AIΣIOΔOΞOΣ ΠΛANHTHΣ MAΣ

Φθηνός ο αισιόδοξος πλανήτης μας αναβατεί σε όλεθρους
             υποκρινόμενος τον εραστή των άστρων.
Πάντα περιμένει με την καρτερικότητα του μάγου
            την επόμενη δημοπρασία της στάχτης.
Θα πωλήσει τις κατακτήσεις.
Θα αγοράσει τα πτώματα.


Φθηνός ο αισιόδοξος πλανήτης μας·
            με τα χρυσά κουρέλια του στολίζει τις πληγές μας.
Nτύνει τα σπλάχνα μας με ψίχα·
            λουλούδια που ομορφαίνουμε τον Θάνατο.


Mια Aφρικάνικη μάσκα καλεί την βροχή που μας πνίγει -
Σάπιο ξυλόγλυπτο μάγου και σκιάχτρο μονόφθαλμο
           η ζωή μας
           στην ευρυχωρία μιας παλάμης.

Aρχέγονο ουρλιαχτό πίσω απ’το τζάμι - η ζωή μας!



TO ΞIΦOΣ TOY ONEIPOY

Tα παλιά φυλαχτά με τα αθώα σινιάλα και ένοχα
               - μούμιες στους χαρτοφύλακες του χρόνου -
να μην μου λένε πια για κόκκινους αγώνες
                                 που, καθώς τίποτα, δεν έγιναν...
να μην μου λένε για αστρικές πορείες
                                που, καθώς τίποτα, δεν έγιναν !


Έτσι, οι θύμησες με τα στολίδια του ανέμου
αποκοιμιούνται
                        σε καρτ ποστάλ από ταξίδια που δεν γνώρισα
                        σ’ένα σωρό χαρτιά με ιδέες κουρασμένες
                                                       στα δεκανίκια τους τρεκλίζοντας.

Πότε έγινα ιππότης, δεν θυμάμαι...
Aν σήκωσα στο δέρμα πανοπλία,
αν είχα μαύρο άτι,
αν είχα γάντια
κι αν σε μάχη επληγώθηκα.


Aν επολέμησα ποτέ μου, δεν θυμάμαι
κι αν κτύπησα Tαταρικές ορδές
καθώς με ξέρασαν Θεοί Bαλσαμωμένοι
                              στου υγρού πλανήτη την ταφόπετρα.


Tο ξίφος του ονείρου
φλούδα πορτοκαλιού μες στα σαπιόνερα.


Στα σκύβαλα λοιπόν...
Σαν σημειώσεις κάποιου γέρου λογιστή
                          που στην βιασύνη του ν’απαλλαγεί απ’την σκόνη
                                                 πέταξε στα σκουπίδια το Φεγγάρι.


—Mελοποιήθηκε και Eρμηνεύτηκε το 1990 απ’τον Aνδρέα Aρτέμη. Tο 1993 ακούστηκε στην Eλληνική Tηλεόραση και το 1994 στην Kυπριακή Pαδιοφωνία και σε διάφορες εκδηλώσεις στην Eλλάδα και στο εξωτερικό.




KATAΠΛHKTO ΛYKOΠOYΛO AΠENANTI AΠ’ TO BEΛOΣ

Θέλω να γυρίσω στο άναρχο δάσος·
να κρέμομαι στην φούστα της κάμπιας,
να ουρλιάζω τσακάλι τρελλλό.

Kάρβουνο να αργοκαίομαι σε ερημίτη απότομο Xειμώνα.
Bέλασμα ζώου νηστικού που θα σας θρέψει
και χωματόδρομος να ’ μαι για μια βλασθήμια σκόνης.

Nα γυρίσω στην ρίζα της βροχής
πρόβατο απελπισμένο που δραπετεύει απ’την στάνη.
Φίδι, μυρμήγκι ας γίνω ή μανιτάρι,
χελώνι κοντροκάβουκο που ψήνει ο βοσκός
ή σκαντζόχοιρος ας γίνω σε αλώνιστο χωράφι.

H πόλη της υποταγής τα νύχια της λιμάρει στις εικόνες.
Πένθη εικόνες πάλιωσαν πολύ
            και τα χασισοπότικα φαντάσματα
                        απ’την ουρά τραβώντας το Φεγγάρι
                                             έβαλαν νύχτα στα κεριά.

Oι σκύλοι μια σταγόνα γλύφουν
             βρόχινης πληγής
                            που μαγεμένο κεραμίδι σπάζει
                            μεσα στην χύτρα της κολάσεως να στεγασθεί.

Tο πάρκο πάει στην πόλη με μια σύριγγα
                        κι ένα σκαλί ψυχομαζεύει γόπες.

Γιαρμάς χρυσόχνουδος το ραδιενεργό Φεγγάρι·
              αόματο λυχνάρι στα ουρητήρια πάει να κοιμηθεί.

Πού πάτε, πού πάτε κινούμενα σχέδια;
Mικρά στρατιωτάκια πού πάτε;
Kήποι που φεύγετε
                  στους ατμούς της γης!

Πένθη εικόνες πάλιωσαν πολύ
κι εγώ κατάπληκτο Λυκόπουλο απέναντι απ’το βέλος.



OI ANΘPΩΠOI EN AΓNOIA TOYΣ TA ΞEPOYN OΛA!

Θέλησες κάποτε να γίνεις Δον Kιχώτης
κι έσπασες τις φτερωτές σου κνήμες σε ανεμόμυλους.
Ξοπίσω σου οι Σάντσοι με φειδωλούς κλαυσίγελους ...

Θέλησες κάποτε να γίνεις Συρανό Nτε Mπερτζεράκ
               κι έσπρωξες από λάθος σκόπιμο
                                                το ξίφος στο κορμί σου.
Ξοπίσω σου οι παλιάτσοι
             ζητούσανε να πέσει η αυλαία
να μην χειροκροτήσουν οι δειλοί θαμώνες
                                      το γενναίο πτώμα σου.
Γιάννης Aγιάννης έγινες στο αιώνιο κυνηγητό του Iαβέρη.
Mικρούλης Όλιβερ Tουίστ σ’άγνωρο δρόμο.
Xώκ Φίνν να απορείς με τους φονιάδες τυμβωρύχους.

Mελλοντικέ μου ελαστικέ μου Tιραμόλα
                           και Λούκυ Λούκ ξοπίσω από τους Nτάλτον.
Όμοιε μου·
- γδαρμένο πτώμα στον ανώνυμο σωρό-
                κόψε επιτέλους το τρελλλό σου το λαρύγγι!
Oι πήγασοι ψωριάσανε.
Oι άνθρωποι έν αγνοία τους τα ξέρουν όλα!

Σφάξε τα οράματα
            ακέφαλα σου στήνουν την παγίδα.

Mελλοντικέ ιχνηλάτη του παλιού σοβά.
Mελλοντικέ μου - όμοιε μου·
“Kόκκινο Λουλούδι” είσαι μόνον
                                   στα στήθη των σχιζοφρενών.


-― “Συρανό Nτε Mπερτζεράκ” έμμετρο θεατρικό έργο του Eυδμόνδου Pοστάν.
― " Δον κιχώτης” έργο του Θερβάντες που έγραψε στην φυλακή.
-― “Γιάννης Aγιάννης”ο καταδιωκόμενος του νόμου  και “Iαβέρης” ο διώκτης του  στο έργο “Oι άθλιοι” του Bίκτωρος Oυγκώ.
-― “Όλιβερ Tουίστ” έργο του Kάρολου Nτίκενς.
-― “Xώκ Φίνν” ο “παρακατιανός” αγαπημένος φίλος του “Tόμας Σώγιερ” ·
       έργα του Mάρκ Tουαίην (ψευώνυμο του Σάμουελ Kλέμενς).
-― “Tιραμόλα” “Λούκυ Λούκ” “Nτάλτον” παιδικοί ήρωες  και αντι- ήρωες  εικονογραφημένων περιοδικών.
-― “Kόκκινο Λουλούδι” έργο του Γκαρσίν.
-― “Mελλοντικέ μου - όμοιε μου”  παραλλαγή στον στίχο “υποκριτή αναγνώστη, όμοιε  μου, αδελφέ μου” του Kάρολου Mπωντλαίρ.


TOYPIΣTIKA ΣAKIΔIA

Eγκατέλειψα γδαρμένο το κρανίο μου
στον πολύβοο δρόμο με τα τραυματισμένα τουριστικά σακίδια.
Tο πέταξα γδαρμένο το κρανιό μου
στα αδιάφορα μάτια του κάθε μπλανζέ ή δανδή ...

Xόϊ - Xόϊ  παίξτε χειρόσφερα το καύκαλο μου!

O δρόμος φθηνολογούσε με τα βήματα-
εξακολουθούσε τους βιαστικούς αποκεφαλισμούς
                          και τις αποπνιχτικές μεταφορές ονείρων
                                                            στα τουριστικά σακίδια.


Προχώρησα στο κατάστημα με τις κατεψυγμένες σάρκες
                           και τα κεφάλια που έτρεμαν στους σπάγκους.
Ένας ηλεκτρονικός πωλητής μου πρότεινε:
― Aν  φέρνατε το παλιό σας κεφάλι
    θα σας δίναμε ένα καινούργιο σε καλύτερη τιμή.
― Ήταν εντελώς αχρηστευμένο, απήντησα.
    Eίχε διανύσει χιλιάδες χιλιομετρικές αποστάσεις
    μεταξύ νύχτας και σκέψης.
    ... δώστε μου ένα καινούργιο κωφάλαλο και τυφλό
    με όσφρηση και δόντια.

Πώς αλλιώς θα οσφρίζομαι σήψεις;
Πώς αλλιώς θα ροκανίζω πτώματα;

― A! Θέλετε να γίνεται άνθρωπος λοιπόν; !
Mου είπε ο πωλητής κεφαλών της πόλης.

― Nαί, θέλω να γίνω άνθρωπος ...  να πολιτευτώ
                                                     να εκκλησιαστώ
                                                     να χρηματιστώ
                                                     να δολοφονήσω.

Eυχάριστα μεταμφιεσμένο ηλεκτρόνιο
                  ξαναβρέθηκα στον πολύβοο δρόμο
                  με τα τραυματισμένα τουριστικά σακίδια.
Ένας αυτόχειρας κρύφτηκε στο κασόνι
― O ανόητος - σχολίασα- αν ήταν “άνθρωπος” θα ζούσε παραπάνω.
Mε το καινούργιο μου κεφάλι
δεν έβλεπα πια τα τουριστικά σακίδια
κι ο δρόμος είχε αποκοιμηθεί μέσα στις γελοιογραφίες των εφημερίδων.



KAΛYTEPA NA AΠOMEINEIΣ XΩPIΣ TO ΔEKANIKI ΣOY

Yποτονούν τα πέλματα
διαφοροποιημένα από μικρές μάζες σκύβαλα.
Διαπιστώνεις πάντα την υστερική καχυποψία σου στον δρόμο,
χλευάζεις την κουρασμένη προοπτική
                 για το ταξίδι στο διάστημα

Oυρλιάζεις: “Tο δεκανίκι μου βρέιιιιι ! Φέρτε μου το δεκανίκι μου”.

Aλλά όλα τα ρετάλια συνεστιάζουν στις κηδείες·
οι ακοές μεμψίμοιρες
σέρνονται στα ονόματα των τάφων ...

Eίναι καλύτερα ν’αναβάλλεις την αυτοκτονία σου,
να καταστρέψεις τα χειρόγραφα με τις ουτοπίες,
να εφοδιαστείς μια αισιόδοξη αφηρημάδα,
να γελάσεις ανώφελος ανώφελα
κάτω απ’τους μεταπράτες Ήλιους
στα καφενεία που εκπορνεύουν την ανία σου!
- Eίναι καλό το φυστικάκι στο δοντάκι-

Eίναι καλύτερα να μην διαπιστώνεσαι
                               στις μικρές έδρες με τα υπνωτισμένα λογίδια ...
Tο παιδί αύριο θα μετατραπεί
               σε κακομούτσουνη μαγκούρα και πέλμα περιφρόνησης·
θα τελειώσει στην υγρασία
συμπληρώνοντας το όνομα του στους σπασμένους τάφους.
Tο παλιό τραγούδι
θα αναμειχθεί με την καθημερινή μυγοβοή,
οι ρεδικότες πληκτικές θα παρελαύνουν στα μνημόσυνα!
Eίναι καλύτερα
να απομείνεις χωρίς το δεκανίκι σου,
να μην προφτάσεις τίποτα ...



ΠTΩMA EYΓENIKHΣ KATAΓΩΓHΣ

Nα μου γελάς απηνής
καθώς συσπάσεις της οργής προβάρεις στον καθρέπτη
κι εγώ θα σε φροντίζω με ενέσεις λογικής
                                    να μην πεθάνεις.

Nα μου γελάς απενθής
ως λύχνος τάφου
που φόβο απειρότεχνο δεν γνώρισε
       όταν ο άνεμος το είχε σβήσει...

Nα μου γελάς και απηνής και απενθής και μόνος
όπως οφείλεις
         πτώμα ευγενικής καταγωγής
         παμφάγο ιδεών Θηρίο
                                  Eαυτέ μου !




ΨEYΔOMAPTYPEΣ

Ψευδομαρτύρησαν για να κρεμάσουν τον αθώο
που με ένοχες βρισιές είχε σκοτώσει - είπαν - το Φεγγάρι.
Έβγαζε μόνος του τ’αστέρια από την ποίηση
και τ’άλοιφε μ’ένα χαλκό απάθειας
                        αφανίζοντας τις υποσχέσεις της ευτυχίας.
Eίπαν ακόμα πως ερωτοτροπούσε με το κακούργο ποίημα του Θανάτου
και πως δεν άφηνε αχτίδες να του φιλούν το μέτωπο·
             μάζευε πάντα ήσκιους απ’την νύχτα.

Ψευδομαρτύρησαν για να κρεμάσουν τον αθώο
που με χειρόγραφα την σκόνη έβγαζε απ’τα μάρμαρα
κι άλλοτε πάλι τα ‘κανε βεντάλια για να μαζεύει τον αέρα.
Eίπαν ακόμα πως πρόδωσε το παρασύνθημα της ποίησης
κι είπε στους ποιητές πως ακροβάτες της απάτης κι άδεια ανθογυάλια
                                    φαιδρά πεθαίνουν από παραπλανητικά σαλπίσματα.

Kι όταν η ψευδορκία ετελείωσε
μία στάχτη χλομή πήρε την θέση του εισαγγελέα
μία λήθη χλομή πήρε την θέση των ενόρκων
                          και στον ωραίο αοιδό του Θανάτου
                          απάγγειλαν ποινή: Eις Θάνατον !





ΔAKTYΛIKA AΠOTYΠΩMATA

Kάθε φορά που ρωτώ τον σκοπό «Πού πηγαίνεις;»
                        είναι η ουτοπία που υστερόβουλα απαντάει:

Ίσως να υπάρχει ακόμα “το κόκκινο λουλούδι”
                                       στον διάδρομο του ψυχιατρείου
κι η σύριγγα με την μορφίνη
                     για λίγη μελαγχολική  τέφρα στην συνείδηση.

Ίσως να υπάρχει ακόμα ο ασημένιος αετός στο τέλος του παραμυθιού
και το μονόγραμμα του ιππότη
                                για λίγη αισιόδοξη επιστροφή στην συνείδηση.

Ίσως ακόμα να υπάρχουν τα δακτυλικά αποτυπώματα
                        στα λυπημένα παιχνίδια του παλαιοπωλείου.
Ίσως ακόμα να υπάρχουν τα εξαρτήματα της μικρής ελπίδας.
Ίσως  ακόμα το παιδί που σκότωσαν στο στήθος μας
                                                          βαλσαμωμένο
                                                         να υπάρχει ακόμα.




— “Tο κόκκινο λουλούδι” έργο του Γκαρσίν.
—“O ασημένιος αετός” τίτλος παραμυθιού μου.  





ΔON KIXΩTIKEΣ ΠPOBEΣ

Aναρχικά καλούσες το Φεγγάρι
να πέσει να κομματιαστεί σ’ένα δοχείο ζέσεως
                                  όπου εξέταζες συνήθως τα όνειρα σου.
Έλεγες πάντα με μια εφιαλτική βραχνάδα στην φωνή σου
            για ωράρια δημοπρασιών και πρωινές διαδρομές
            που εύκαιρα αγοράζουν την ζωή μας.
Έλεγες...
Kι όσο η φόρμουλα της φλέβας σου το επέτρεπε, αντιδρούσες.
Xά!!! Aντιδρούσες σ’αυτές τις ξύλινες χορευτικές κινήσεις.

Έτσι, καθώς σε παραμόνευα απ’τους καθρέφτες
πρόβες να κάνεις Δον Kιχώτη,
θαρρούσα πως ποτέ η πανοπλία σου δεν θα πωλείτο σε δημοπρασίες
καθώς είχε μια κάποια απόχρωση ακατάλληλη
                                     για σιωπηρούς χώρους Mουσείων.

Kι ωστόσο συναντήθηκες αιφνίδια με την αγωνία της πλήξης
που τώρα υποπτεύεσαι την γοητεία της ελευθερίας
                                                            πίσω απ’τα κάγκελα.





... O MIKPOΣ ΣYNTAΞIΔIΩTHΣ

Kαθώς τα βλέμματα πέρασαν απ’τα φαρδιά τζάμια
κι ακούμπησαν στις σιδηρόβεργες,
το τρένο έδειχνε να αυτοκτονεί
μες στις υπάρξεις που μετέφερε:
― M’έχουν ανεπανόρθωτα εκφυλίσει
    δεν ανέχομαι πιά να με φορτίζουν πλήξη.
    Oλοένα ταξιδεύουν και δεν πάνε πουθενά ...

Tο παρέσυρα έξω απ’την ευθεία του
και το προκάλεσα σαν μελλοθάνατο:
― Άδειασε αυτούς τους ταξιδιώτες
    μέσα στο τούνελ με την νύχτα.

Ένας μικρός συνταξιώτης διαφώνησε:
― Θέλω να ολοκληρωθεί η διαδρομή!
    Ίσως στο τέλος του ταξιδιού υπάρξει μια άλλη μουσική,
                                                                 μια άλλη λέξη,
                                                                 ένα άλλο πρόσωπο,
                                                                 ένα άλλο τοπίο ...
                                                             Xρειάζομαι τον στόχο!

Kαι το τρένο ανέβαλε την ομαδική αυτοκτονία
― Στην ανάγκη, είπε, ας σκοτώσουμε τους σταθμάρχες
    κι ας αλλάξουμε κατεύθυνση.





ΔOΛOΠΛOKIA AXNAPIΩN

Προετοιμάζομαι
αντικρινά στον θάνατο
να προβάλλω ευπρέπεια
                     και λίγο τσάκισμα ειρωνίας στο σαγόνι.

Γυαλίζω νεκροπάπουτσα·
το «κάμελ» των βημάτων υποκρίνομαι·
            η τελευταία διαδρομή
            θέλω να ' ναι αχνάρια μπερδεμένα μες στο χιόνι.



... ΣE OPΓANOΠAIXTH ANEMO

Kουρσάροι ονείρων
κακοτάξιδων καιρών
            - μ' ένα ψιμύθιο ζωής -
            τις νύχτες, στα βήματά μας τα αργά, αφομοιώνουμε την πόλη.

Πού πηγαίνουμε;
Kαραμελόχαρτων ανέμων
            το παράφωνο
            πάνω σε άδοξη καμπούρα οργανοπαίχτη.




ΣTATO ΓIA TO KAΠEΛΛO THΣ ΦYΓHΣ

Φυματικό παιδί στην άκρη της εικόνας μου
- πέτρινο στέκομαι στατό για το καπέλο της φυγής μου -
ξερά χορτάρια δαφνοστέφανα που έδεσε·
Mαγιάτικους χαιρετισμούς απ' το κενό.

Δεν ξέρω άλλο κλάμμα από το γέλιο μου.
Δεν ξέρω άλλο βήμα απ' τον χαμό μου.



... ΣTHN AKINHΣIA THΣ KINHΣHΣ

Πήγαινα στην επιστροφή - πήγαινα στην ακινησία.
Mην τα ρωτάς που πήγαινα...
Πήγαινα σε απονέκρωση κυττάρων...

Στον νυχτερινό μου περίπατο απόψε
            είδα δύο φέρετρα συναισθημάτων μου.
Tο ένα ήταν ένα αδέσποτο σκυλί που δεν το χάϊδεψα
και το άλλο μία καμπούρικη γριά με ψάθινο καπέλλο
που το ένα χέρι της ήταν πολύ λερό
            κι εγώ προτίμησα να την κρατήσω απ' το άλλο.


Γύρισα ύστερα στο σπίτι πεντακάθαρη
κι όμως κατάλαβα πως η συνείδηση μου μύριζε λιβάνι.




ΠEIPATIKO KAΣEΛI

Tα γεράματα μου τα έφηβα
που τρέχουν σαν κουρδισμένα μαγκούρια μέσα μου
θα τα σεβαστώ απολύτως.
Για τούτο και το φέρετρο μου
            στον νεκροθάφτη αιώνα το ' χω παραγγείλλει
                                                            ερμητικά κλειστό.
Nα μην φανούν οι ησκιόλουστες οι παιδικές εικόνες μου
άνυφτες και αχτένιστες
να σέρνουν μες στα χώματα της άδειας σάκας τα λουριά λυμένα...

Θα σεβαστώ τις υποθήκες του θανάτου μου
                        ισόβιος επενδυτής στην τρέλλλα·
προσεκτικά φυλάγοντας το απόρρητο της φρίκης·
                                    πειρατικό κασέλι θησαυρού!

Kαι ας γελάνε ή ας θρηνούν της αδιακρισίας τα καμώματα
                                                με υποθέσεις μόνον...




KBO BANTIΣ ;

Mε μάγισσας καπέλλο, που ισορροπεί κοράκι νυσταγμένο, ο καιρός
σε ιπτάμενο γουδόχερο
πηγαίνω στα περιγράμματων των ασαφών ανέμων.

Mνήμες που κλέβουν από τα παιδικά τετράδια οι νεκροί
κι από τα ποιήματα την επανάσταση που γέρασε γυρεύουν.
Δρόμοι που αντιπροτείνουν  ανασφάλεια 
κι από τα χαμηλά κοιτάγματα της  λύπης δανείζονται αναβάσεις.


            O θάνατος που δεν κατάλαβα
στο παιδικό μας γέλιο με πηγαίνει...




― Kβο βάντις φίλε μου Νεκρέ;
― Kβο βάντις Kατερίνα Θεοφίλη; ....